ακέρδευτος

ακέρδευτος
-η, -ο [κερδεύω]
1. αυτός που δεν έχει κερδηθεί ή δεν μπορεί να κερδηθεί
2. αυτός που δεν έχει κερδίσει ή δεν μπορεί να κερδίσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακέρδευτος — ακέρδευτος, η, ο και ακέρδητος, η, ο και ακέρδιστος, η, ο 1. αυτός που δεν κέρδισε: Από τη δουλειά εκείνη είχε βγει ακέρδιστος. 2. αυτός που δεν κερδήθηκε, δεν αποχτήθηκε: Με όλα τα έξοδα στα δικαστήρια το χτήμα έμεινε ακέρδευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”